Η ιστορία της πόλης γίνεται viral μέσω του θεάτρου.
Είδαμε την παράσταση Viral Thess του Σάκη Σερέφα και της θεατρικής ομάδας του Μικρού Βορρά σε σκηνοθεσία Τάσου Ράτζου και κατανοήσαμε βαθύτερα την ιστορία της Θεσσαλονίκης.
Επιτέλους θέατρο ξανά. Αναμονή στο πλατύσκαλο απ’ έξω. Χάζεμα προσώπων, χαλαρές συζητήσεις για όσα έχουμε ακούσει για την παράσταση. Μάσκες, πιστοποιητικά στο μπράτσο και στο χέρι αντίστοιχα. Τι θα κάνουμε μετά; Φαντάζεσαι το άδειο θέατρο να γεμίζει, την αίσθηση των καθισμάτων και τις τελευταίες ανάσες των ηθοποιών πριν πατήσουν το πάλκο. Τι σκέφτονται άραγε μετά από τόσους μήνες, τι σκέφτονται γενικά; Πόσο είχε λείψει όλο αυτό τον τελευταίο καιρό; Η πόλη αυτές τις μέρες στην τραμπάλα μέτρων και κρουσμάτων, όμως, το θέατρο επέστρεψε με τον κατάλληλο τρόπο, με μια παράσταση για την ίδια την πόλη και την ιστορία της. Ο Σάκης Σερέφας και όσα έχει γράψει και ερευνήσει για την πόλη και την ιστορία της μαζί με μια θεατρική ομάδα της πόλης να παίζει για τους ανθρώπους της Θεσσαλονίκης. Πόσο όμορφη συνάντηση! Η παράσταση βασίζεται σε συγγραφικά κείμενα και έρευνες του Θεσσαλονικιού συγγραφέα για την πόλη και τη σκοτεινή της και όχι μόνο ιστορία, τα οποία επιλεγμένα συνθέτουν ένα θεατρικό που αποτελεί ένα χαρακτηριστικό ζάπινγκ των γεγονότων που διαμόρφωσαν, χάραξαν και ρυτίδιασαν το πρόσωπό της. Κοινώς, συμβάντων που τη μεγάλωσαν και τη μεγαλώνουν. Αυτό το γρήγορο και πλούσιο πέρασμα γίνεται με απίστευτη ενέργεια της θεατρικής ομάδας του Μικρού Βορρά και τη σκηνοθετική ματιά του Τάσου Ράτζου.
Αξίζουν ιδιαίτερη αναφορά οι ηθοποιοί της παράστασης: Ιωάννης Καμπούρης, Λένα Μοσχά, Αλέξανδρος Νικολαΐδης, Αφροδίτη Νικολιουδάκη, Αργιέττα Οκαλίδου, Κορνηλία Προκοπίου και Χρήστος Τσάβος που πραγματικά οργώνουν τη σκηνή, αλλάζουν γρήγορα κουστούμια και διαθέσεις για να αποτυπώσουν την εκάστοτε ιστορία επί δυόμιση σχεδόν ώρες χωρίς διάλειμμα. Επίσης, ειδική μνεία πρέπει να γίνει στους δυο μουσικούς που συνοδεύουν το έργο καθόλη τη διάρκεια μεταφέροντας το κοινό στο πλαίσιο των εκάστοτε εξελίξεων και είναι πραγματικά σπουδαίοι: ο Θοδωρής Παπαδημητρίου στο πιάνο, την ηλεκτρική κιθάρα, το live looping, τον μπαγλαμά (και πόσα όλα δεν μπόρεσα να τα μετρήσω) και η Νάσια Σιαμέτη με το ταξιδευτικό βιολί της. Ιστορίες των ανθρώπων της πόλης, μαρτυρίες και ποιήματα μπερδεύονται με τα γεγονότα που σημάδεψαν την Θεσσαλονίκη. Ο Λευκός Πύργος, η δολοφονία του Λαμπράκη, το Γεντί Κουλέ, η πυρκαγιά του 1917, οι Εβραίοι, οι διάσημοι κινηματογράφοι της εποχής, οι τρεις ποδοσφαιρικές ομάδες της πόλης. Μέσα από σκοτεινές αφηγήσεις, ανατροπές, χιούμορ αλλά και με άφθονες δόσεις σουρεαλισμό, δημιουργείται ένας καμβάς προσώπων, τόπων και γεγονότων που συνθέτουν την σύγχρονη φυσιογνωμία της πόλης. Είχα την τύχη να διαβάσω τους προηγούμενους μήνες το αλλιώτικο Οδοιπορικό Θεσσαλονίκης του Σάκη Σερέφα που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο και να μιλήσω μαζί του σχετικά με το βιβλίο και την πόλη. Συνεπώς, η παράσταση και λόγω της σχέσης με τη Θεσσαλονίκη και τη χρήση της εξέπεμπε μια γλυκιά οικειότητα και ζεστασιά. Τα κείμενα αλλάχτηκαν προσαρμόστηκαν σε συνεργασία με όλη τη θεατρική ομάδα και συνθέτουν ένα πραγματικό παλίμψηστο το οποίο ξεκινά από τις στιγμές λίγο πριν το θέατρο, το τώρα, το πώς είναι η πόλη και σκάβοντας τα στρώματα των γεγονότων και της ιστορίας, αλλά και με ελιγμούς στα στενά και τα μαγαζιά της Θεσσαλονίκης πλάθεται ένα σύνθετο πορτραίτο, που εξηγεί τις συνισταμένες που επηρέασαν το αυτ-ανάθρεμμα της. Ο Λευκός Πύργος που με καμάρι στέκεται και στεκόμενοι τον καμαρώνουμε ήταν ένας πύργος αίματος, αυτοκτονιών αλλά και σωτήριων συναντήσεων παραλίγο αυτοχείρων. Η φωτιά που έκαψε την πόλη από την κυρία που μάλλον μαγείρευε μελιτζάνες και οι μικροϊστόριες που αρέσουν στον ερευνητή και παρατηρητή Σερέφα, των ανθρώπων την ώρα που φόρτωναν τα μπαούλα με το βιος τους στην πλάτη και τις συνήθειες της καθημερινότητάς τους που εκείνη τη φρικτή ώρα τους έδιναν παρηγοριά. Φοβερή η σκηνοθετική σύλληψη του Τάσου Ράτζου με τις κόκκινες κλωστές που τύλιξαν τους πάντες.
Η πορνεία και η πορνογραφία είχαν τη δική τους ιστορία στην πόλη και εδώ υπάρχει κάτι πολύ σπουδαίο που μπορεί να κάνει το θέατρο ακολουθώντας φυσικά τη λογοτεχνία και την έρευνα. Να μοιράσει γνώση και πληροφορίες με έναν τρόπο πιο απτό, πιο προσιτό. Η μπέσα των μεγάλων μαστροπών και οι κηδείες με τις πομπές των παιδιών της πιάτσας με τα καπέλα στο χέρι και τις πόρνες τεθλιμμένες, οι ταινίες πορνό μέσα σε ένα πρώην τζαμί που κανείς δεν ξέρει ότι το λένε έτσι, αλλά μόλις ακούσει το όνομα της στάσης του λεωφορείου καταλαβαίνει αμέσως, είναι πληροφορίες με τις οποίες ζούμε με ένα τρόπο μαζί, παράλληλα και όπισθεν. Οι τρεις ομάδες που είναι πάντα παρούσες την πόλη πάντα μπλέκονται και εμφανίζονται καθόλη τη διάρκεια της παράστασης. Εδώ θα μπορούσαμε, βέβαια, να διακρίνουμε τη ματιά του boomer, δηλαδή μια γνώση και παρουσίαση των πραγμάτων με την κοινοτυπία που μπορεί να γεννήσει η ηλικιακή απόσταση και διαφορά με τον τρόπο που βλέπουν και ζουν τις ομάδες τους οι νεότεροι άνθρωποι. Ωστόσο αυτό που πρέπει να παραδεχθούμε ως σωστό είναι η επιλογή η τρέλα με τις ομάδες της πόλης να διατρέχει όλη την παράσταση, όπως κάνει και με την ιστορία της πόλης, αποτελώντας πάντα έριδα, πάντα παρηγοριά και πάντα ηρεμιστικό για όσα συμβαίνουν γύρω από αυτή την αγάπη.
Όλη η ομάδα πίσω από το θεατρικό ξέρει να συνδέει το παρελθόν της πόλης με το σήμερα τόσο στο χώρο όσο και στα τεκταινόμενα γενικώς. Η παρουσίαση της δολοφονίας του Λαμπράκη μέσα σε ένα ντελίριο σειρήνων, κινήσεων, τρεχαλητών επί σκηνής, η δίκη των τριών κατηγορουμένων , αλλά και η μετέπειτα συνέχιση της ζωής τους σε αντιπαραβολή με το νεκρό στο ΑΧΕΠΑ Λαμπράκη έχουν προεκτάσεις και ατάκες που μπορούν να παραπέμψουν στο Κορκονέα και το Ρουπακιά. Το ιδεολογικό μέλλον και η πολιτική κατάντια των παιδιών τους μαρτυρούν τις αναμενόμενες μολύνσεις που φέρει το μεγάλωμα μέσα στη φασιστική αγκαλιά.
Η παράσταση Viral Thess είναι ένα σπουδαίο ερμηνευτικό εργαλείο για τους νεότερους Θεσσαλικείς και μια αφυπνιστική ενθύμηση για τους μεγαλύτερους. Αφιερώνεται σ’ αυτές τις αρχαίες πέτρες που βρίσκονται στο σταθμό του μετρό της οδού Βενιζέλου και περιμένουν υπομονετικά πολλές εκατοντάδες χρόνια, τους πολίτες της σύγχρονης Θεσσαλονίκης να μοιραστούν μαζί τους, τις δικές τους ιστορίες. Σκέφτομαι πόσο μεγάλο φορτίο κουβαλά αυτή η αφιέρωση που θέτει την ιστορική ύλη της πόλης ως ένα τεράστιο δωμάτιο αναμνήσεων με στρωμένο κρεβάτι έτοιμο να υποδεχθεί τα νέα βιώματα, κρατώντας τα φυλαγμένα για να τα δώσει ως ανάμνηση σε αυτούς που θα έρθουν μετά να σκεπάσουν τη δική τους ζωή με τις παλίμψηστες κουβέρτες των μνημείων, των δρόμων, των αγαλμάτων της Θεσσαλονίκης.
Χρήστος Ωραιόπουλος, Parallaxi
Πρόκειται για μια βαθιά συγκινητική βουτιά στην ιστορία της Θεσσαλονίκης μέσα στον 20ο αιώνα. Μα όχι μια συμβατική και τετριμμένη ματιά στα γεγονότα. Μιλάμε για μια κατάδυση στις ξεχωριστές και ιδιαίτερες ιστορίες ανθρώπων της πόλης που την συντάραξαν κι έγραψαν αυτές την ιστορία στον καιρό τους, μιλάμε για τα viral της κάθε εποχής.
Είναι μια δουλειά της εταιρείας θεάτρου «μικρός βορράς» και μια έμπνευση του ταλαντούχου σκηνοθέτη Τάσου Ράτζου. Που δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί χωρίς τη συνδρομή του καταξιωμένου συγγραφέα Σάκη Σερέφα αλλά και της υπόλοιπης θεατρικής ομάδας. Όλοι μαζί ερεύνησαν, αναζήτησαν επίμονα, ξετρύπωσαν πολύτιμο υλικό και δούλεψαν προετοιμάζοντας το σενάριο έναν ολόκληρο χρόνο.
Δεκάδες τοπωνύμια, οδοί και περιοχές μα και μεγάλες μορφές, διασημότητες που διέπρεψαν στη Θεσσαλονίκη αναφέρονται στην αρχή της παράστασης, δίνοντας το στίγμα για ένα αφιέρωμα στην πόλη.
Και το έργο ξεκινά. Μπροστά μας παρελαύνουν ιστορικά γεγονότα όπως η μεγάλη πυρκαγιά του ΄17, ο τραγικός εκτοπισμός των Εβραίων το ΄43 και η άγρια δολοφονία του Λαμπράκη μέσα από πρόσωπα που συμμετείχαν σε αυτά. Μα και άγνωστα περιστατικά σε γνωστά σημεία, όπως η ταράτσα του Λευκού Πύργου, ο Άγιος Αντώνιος, το Γεντί Κουλέ και το Αλκαζάρ. Ακόμη, γεγονότα που συγκλόνισαν στην εποχή τους, δολοφονίες, αυτοκτονίες, πνιγμοί. Στο προσκήνιο έρχονται τέλος προσωπικότητες που σημάδεψαν τον καιρό τους, που όλη η πόλη γνώριζε και θαύμαζε τότε, αλλά και απλοί άνθρωποι, καθένας με τον πόνο του. Ανθρώπινες ιστορίες πολλές από τις οποίες δεν θα μπορούσαμε να βάλουμε με το νου μας. Μα η ζωή ξεπερνά συχνά τη φαντασία.
Αν και τα παραπάνω προδιαθέτουν για ένα κλίμα δυσάρεστο και ζοφερό αξίζει να αναφέρουμε πως το έργο διανθίζεται με χιούμορ και στοιχεία αποστασιοποίησης που μεταστρέφουν την ατμόσφαιρα. Τις θλιβερές στιγμές και τα περιστατικά έρχονται να ελαφρύνουν στην παράσταση και τρεις φανατικοί οπαδοί της πόλης ΠΑΟΚ, ΑΡΗΣ, ΗΡΑΚΛΗΣ. Εισβάλλουν στη σκηνή σε εμβόλιμα επεισόδια, ξεσηκώνουν τους θεατές μεταδίδοντας το δικό τους πνεύμα και τους ξεκουφαίνουν με τα ξέφρενα και «ακατάλληλα» συνθήματά τους.
Μαζί με τα τοπωνύμια που βέβαια παραμένουν πάντα σταθερά, οι οπαδοί αυτοί αποτελούν την μόνη απευθείας σύνδεση του όλου έργου με το παρόν μιας και το υπόλοιπο έργο αναφέρεται σε περιστατικά του παρελθόντος, και μάλιστα λυπητερά κατά κανόνα. Έτσι, αντικειμενικά οι ξεσαλωμένοι οπαδοί μοιάζουν κάπως παράταιροι σε σχέση με το ύφος του υπόλοιπου έργου. Οφείλουμε όμως να πούμε ότι δίνουν ανάσες και παλμό στην παράσταση και τελικά αποτελούν τον συνδετικό κρίκο του παρελθόντος με το παρόν, αν σκεφτούμε την μεγάλη ιστορία και την ζωντανή συνέχεια των τριών ομάδων.
Η παράσταση εκτυλίσσεται σαν ένα σόου, όπου τα δρώμενα τρέχουν με τους ήρωες πάνω αλλά και πέρα από τη σκηνή, με κίνηση, χορό, θέαμα, συμμετοχή. Επτά ταλαντούχα πλάσματα της δίνουν σάρκα και οστά, τέσσερις κοπέλες και τρεις άντρες, με παλμό και ένταση όταν αυτό είναι απαραίτητο, ευαισθησία και συγκίνηση όταν το ζητά η περίσταση. Το κλίμα που διαμορφώνεται είναι όμορφο και συνεπαίρνει τους θεατές και η παράσταση κυλά σαν το νερό παρά την μεγάλη διάρκειά της. Παίζουν οι ηθοποιοί, Ιωάννης Καμπούρης, Λένα Μοσχά, Αλέξανδρος Νικολαΐδης, Αφροδίτη Νικολιουδάκη, Αργιέττα Οκαλίδου, Κορνηλία Προκοπίου και Χρήστος Τσάβος.
Την παράσταση πλαισιώνουν δυο εξαίσιοι μουσικοί, οι Θοδωρής Παπαδημητρίου και Νάσια Σιαμέτη, που με ένα πιάνο, ένα βιολί και ένα μπάσο όχι μόνο ερμηνεύουν όλα τα μουσικά θέματα αλλά και με έναν υπέροχο τρόπο παράγουν και όλους τους απαραίτητους για την παράσταση ήχους, σαν μαγικά πολυεργαλεία. Τα τραγούδια ερμηνεύει εξαιρετικά η Αφροδίτη Νικολιουδάκη.
Το VIRAL THESS είναι ένα ταξίδι στα μυστικά και στα άδυτα αυτής της πόλης, στο μακρινό μα όχι ξεχασμένο παρελθόν της. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι, όλα αυτά τα μέρη, όλα τα περιστατικά παλιότερα και νεώτερα έχουν την αύρα και το στίγμα της Θεσσαλονίκης μας. Μας καλούν μυστικά και συνωμοτικά να τα οσμιστούμε , να τα γνωρίσουμε, να τα νιώσουμε και κάπως έτσι μαγικά, σαν αστερόσκονη συνθέτουν τελικά το ψυχογράφημα της πόλης μέσα στο χρόνο.
Βικτωρίας Ιωσηφίδου, sto sanidi blogspot
Σου έχει τύχει, να ακούσεις ιστορίες από τον παππού σου, την μαμά σου, έναν φίλο; Ιστορίες που καθώς σου τις διηγούνται, φτιάχνεις εικόνες μέσα στο μυαλό σου. Η ίδια λειτουργία ενεργοποιείται και όταν διαβάζεις ένα βιβλίο. Εικόνες που δεν έχεις αντικρίσει στην πραγματικότητα, μοιάζουν περιέργως αληθινές στην φαντασία σου.
Από την άλλη, συνήθως στο θέατρο δεν φτιάχνεις εσύ τις εικόνες. Οι ηθοποιοί φροντίζουν αρμονικά, να φέρουν στα μάτια σου ό,τι χρειάζεται και εσύ χάνεσαι και γίνεσαι μέρος της παράστασης. ΔΡΑΜΑΤΟΠΟΙΗΣΗ.
Πώς θα σου φαινόταν όμως αν μια θεατρική παράσταση συγκεντρώνει όλα τα παραπάνω;
Αυτό κάνει η Εταιρεία θεάτρου «μικρός βορράς» εν μέσω πανδημίας, με την παράσταση «VIRAL THESS» του Σάκη Σερέφα. Σε βάζει στην διαδικασία να κάνεις ένα ταξίδι στον χρόνο και να φτιάξεις μόνος σου εικόνες, όπως όταν διαβάζεις ένα βιβλίο. Σε πηγαίνει από την μια γειτονιά της Θεσσαλονίκης στην άλλη, έχεις δεν έχεις πάει. Σου αφηγείται ιστορίες της πόλης, έχεις δεν έχεις ακούσει. Μέσα σε δύο ώρες και κάτι, σε πηγαίνει από την πυρκαγιά της Θεσσαλονίκης το 1917, στην δολοφονία του Λαμπράκη το 1963 κι από τον διωγμό των Εβραίων το 1943 μέχρι το σήμερα. Κυνηγητό, δρόμοι, φονιάδες, ο Άρης, ο Παοκ, ο Ηρακλής, η Λαγκαδά και το Αλκαζάρ, όλα μαζί καλά και κακά συνθέτουν την πόλη της Θεσσαλονίκης.
Οι αληθινές ιστορίες, δεν έχουν πάντοτε όμορφη κατάληξη. Ό,τι δεις και ακούσεις, δεν είναι παραμύθι. Την επόμενη φορά που θα περάσεις από την Τσιμισκή, που θα πατήσεις τις πέτρες στην Άθωνος, που θα δεις την θέα από την Άνω Πόλη και θα καθίσεις σε ένα παγκάκι στην παραλία, ρίξε ένα βλέμμα γύρω σου. Τα πάντα κουβαλούν ιστορίες.
Μια άρτια παράσταση, τοποθετημένη μεν «έξω από τα νερά της» καθώς δεν είναι εύκολο να «χωρέσεις» το θέατρο σε μια οθόνη. Συμπιέζεται, πρέπει να στριμώξει το μεγαλείο του μέσα σε pixels. Με μια ομάδα δε που έχει την ικανότητα να «τρυπήσει» αυτή την οθόνη. Εφτά εξαιρετικοί ηθοποιοί, δύο ταλαντούχοι μουσικοί, αλλά και ένας σκηνοθέτης ικανός να υπερπηδήσει τα εμπόδια της εποχής, παρουσιάζουν μια ιδιαίτερη πραγματικότητα βασισμένη στην έρευνα και συγγραφή κειμένων από τον Σάκη Σερέφα. Συγχαρητήρια σε όλους!!
Άραγε, πώς θα ένιωθα αν έβλεπα αυτήν την παράσταση, καθισμένη σε μια θέση στο κέντρο, στην πλατεία, –ας ήταν και πίσω πίσω—στον εξώστη; …εις το επανιδείν.
Σοφία Σεραφείμ